Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανυπέρβλητος η ανυπέρβλητη το ανυπέρβλητο
      γενική του ανυπέρβλητου της ανυπέρβλητης του ανυπέρβλητου
    αιτιατική τον ανυπέρβλητο την ανυπέρβλητη το ανυπέρβλητο
     κλητική ανυπέρβλητε ανυπέρβλητη ανυπέρβλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανυπέρβλητοι οι ανυπέρβλητες τα ανυπέρβλητα
      γενική των ανυπέρβλητων των ανυπέρβλητων των ανυπέρβλητων
    αιτιατική τους ανυπέρβλητους τις ανυπέρβλητες τα ανυπέρβλητα
     κλητική ανυπέρβλητοι ανυπέρβλητες ανυπέρβλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανυπέρβλητος < αρχαία ελληνική ἀνυπέρβλητος < (ρηματικό επίθετο) αν- στερητικό + υπερβάλλω

  Επίθετο επεξεργασία

ανυπέρβλητος -η -ο

  1. που δεν μπορείς να τον ξεπεράσεις, αντιμετωπίσεις, νικήσεις
    ανυπέρβλητα εμπόδια
  2. αξεπέραστος, ασυναγώνιστος
    ανυπέρβλητη δόξα

  Μεταφράσεις επεξεργασία