αξεπέραστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kseˈpe.ɾa.stos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /a.kseˈpe.ɾa.sti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /a.kseˈpe.ɾa.sto/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίααξεπέραστος, -η, -ο
- που δεν μπορεί κανείς να τον ξεπεράσει, να πετύχει κάτι καλύτερό του
- αξεπέραστη ομορφιά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αξεπέραστος