αξεπέραστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αξεπέραστος, -η, -ο
- που δεν μπορεί κανείς να τον ξεπεράσει, να πετύχει κάτι καλύτερό του
- αξεπέραστη ομορφιά
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αξεπέραστος