insurpassable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.syʁ.pɑ.sabl/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
insurpassable | insurpassables |
insurpassable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
insurpassable | insurpassables |
insurpassable (fr) αρσενικό ή θηλυκό