Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
insurpassable
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά
(fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
insurpassable
<
in-
+
surpasser
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɛ̃.syʁ.pɑ.sabl
/
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
insurpassable
insurpassables
insurpassable
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
ανυπέρβλητος
,
αξεπέραστος