insurmountable
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
insurmountable (en)
- ανυπέρβλητος, αξεπέραστος, που δεν μπορείς να τον ξεπεράσεις, αντιμετωπίσεις, νικήσεις
- insurmountable difficulties - ανυπέρβλητες δυσκολίες
insurmountable (en)