insurmontable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- insurmontable < in- + surmontable
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.syʁ.mɔ̃.tabl/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
insurmontable | insurmontables |
insurmontable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
insurmontable | insurmontables |
insurmontable (fr) αρσενικό ή θηλυκό