incomparable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
incomparable (en)
- ασύγκριτος, πάρα πολύ καλός
- (σπάνιο) που δεν μπορεί να συγκριθεί
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
incomparable | incomparables |
Επίθετο επεξεργασία
incomparable (fr) αρσενικό ή θηλυκό