Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

incomparable (en)

  1. ασύγκριτος, πάρα πολύ καλός
  2. (σπάνιο) που δεν μπορεί να συγκριθεί



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
incomparable incomparables

  Επίθετο επεξεργασία

incomparable (fr) αρσενικό ή θηλυκό