Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
inégalable
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
inégalable
<
in-
+
égal
+
-able
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
inégalable
inégalables
inégalable
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
άφθαστος
,
ασύγκριτος
,
απαράμιλλος
,
ανεπανάληπτος
≈
συνώνυμα
:
incomparable
,
unique