Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπερέχω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπερέχω
<
ὑπερέχω
<
ὑπέρ
+
ἔχω
Ρήμα
επεξεργασία
υπερέχω
εμφανίζομαι ανώτερος
ο αθλητής
υπερέχει
των συμπαιχτών του
επικρατώ
υπερέχουσα
άποψη
Συνώνυμα
επεξεργασία
υπερτερώ
υπερισχύω
δεσπόζω
Αντώνυμα
επεξεργασία
μειονεκτώ
λαϊκότροπο, ανεπίσημο
:
χάνω
Συγγενικά
επεξεργασία
υπεροχή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερέχω
αγγλικά
:
surpass
(en)
,
outdo
(en)
,
best
(en)
γαλλικά
:
surpasser
(fr)
,
primer
(fr)