Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερέχω < ὑπερέχω < ὑπέρ + ἔχω

υπερέχω

  1. εμφανίζομαι ανώτερος
    ο αθλητής υπερέχει των συμπαιχτών του
  2. επικρατώ
    υπερέχουσα άποψη

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία