surpass
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενεστώτας | surpass |
γ΄ ενικό ενεστώτα | surpasses |
αόριστος | surpassed |
παθητική μετοχή | surpassed |
ενεργητική μετοχή | surpassing |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- surpass < μέση γαλλική surpasser. Μορφολογικά αναλύεται σε sur- + pass
ΡήμαΕπεξεργασία
surpass (en)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- surpass - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022