surpass
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | surpass |
γ΄ ενικό ενεστώτα | surpasses |
αόριστος | surpassed |
παθητική μετοχή | surpassed |
ενεργητική μετοχή | surpassing |
Ετυμολογία
επεξεργασία- surpass < μέση γαλλική surpasser. Μορφολογικά αναλύεται σε sur- + pass
Ρήμα
επεξεργασίαsurpass (en)
- ξεπερνάω / προσπερνάω + αιτιατική κάποιον, υπερέχω + γενική κάποιου
Πηγές
επεξεργασία- surpass - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 606, 750. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξεπερνώ, προσπερνώ