Ετυμολογία

επεξεργασία
προσπερνάω < προσ- + περνάω/περνώ
ΔΦΑ : /pɾo.speɾˈna.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσπερνάω
παλιότερος συλλαβισμός: προσπερνάω

προσπερνάω/προσπερνώ, αόρ.: προσπέρασα, παθ.φωνή: προσπερνιέμαι, π.αόρ.: προσπεράστηκα

  1. περνώ δίπλα από κάτι (ακίνητο ή κινούμενο) ενώ κινούμαι και το αφήνω πίσω μου
  2. (μεταφορικά) δεν δίνω έκταση σε κάτι ενοχλητικό, το αντιπαρέρχομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη περνάω

Μεταφράσεις

επεξεργασία