προσπερνάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.speɾˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σπερ‐νά‐ω
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐περ‐νά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαπροσπερνάω/προσπερνώ, αόρ.: προσπέρασα, παθ.φωνή: προσπερνιέμαι, π.αόρ.: προσπεράστηκα
- περνώ δίπλα από κάτι (ακίνητο ή κινούμενο) ενώ κινούμαι και το αφήνω πίσω μου
- (μεταφορικά) δεν δίνω έκταση σε κάτι ενοχλητικό, το αντιπαρέρχομαι
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη περνάω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσπερνάω - προσπερνώ | προσπερνούσα - προσπέρναγα | θα προσπερνάω - προσπερνώ | να προσπερνάω - προσπερνώ | προσπερνώντας | |
β' ενικ. | προσπερνάς | προσπερνούσες - προσπέρναγες | θα προσπερνάς | να προσπερνάς | προσπέρνα - προσπέρναγε | |
γ' ενικ. | προσπερνάει - προσπερνά | προσπερνούσε - προσπέρναγε | θα προσπερνάει - προσπερνά | να προσπερνάει - προσπερνά | ||
α' πληθ. | προσπερνάμε - προσπερνούμε | προσπερνούσαμε - προσπερνάγαμε | θα προσπερνάμε - προσπερνούμε | να προσπερνάμε - προσπερνούμε | ||
β' πληθ. | προσπερνάτε | προσπερνούσατε - προσπερνάγατε | θα προσπερνάτε | να προσπερνάτε | προσπερνάτε | |
γ' πληθ. | προσπερνάν(ε) - προσπερνούν(ε) | προσπερνούσαν(ε) - προσπέρναγαν - προσπερνάγανε | θα προσπερνάν(ε) - προσπερνούν(ε) | να προσπερνάν(ε) - προσπερνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσπέρασα | θα προσπεράσω | να προσπεράσω | προσπεράσει | ||
β' ενικ. | προσπέρασες | θα προσπεράσεις | να προσπεράσεις | προσπέρνα - προσπέρασε | ||
γ' ενικ. | προσπέρασε | θα προσπεράσει | να προσπεράσει | |||
α' πληθ. | προσπεράσαμε | θα προσπεράσουμε | να προσπεράσουμε | |||
β' πληθ. | προσπεράσατε | θα προσπεράσετε | να προσπεράσετε | προσπεράστε | ||
γ' πληθ. | προσπέρασαν προσπεράσαν(ε) |
θα προσπεράσουν(ε) | να προσπεράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσπεράσει | είχα προσπεράσει | θα έχω προσπεράσει | να έχω προσπεράσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσπεράσει | είχες προσπεράσει | θα έχεις προσπεράσει | να έχεις προσπεράσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσπεράσει | είχε προσπεράσει | θα έχει προσπεράσει | να έχει προσπεράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσπεράσει | είχαμε προσπεράσει | θα έχουμε προσπεράσει | να έχουμε προσπεράσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσπεράσει | είχατε προσπεράσει | θα έχετε προσπεράσει | να έχετε προσπεράσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσπεράσει | είχαν προσπεράσει | θα έχουν προσπεράσει | να έχουν προσπεράσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσπερνιέμαι | προσπερνιόμουν(α) | θα προσπερνιέμαι | να προσπερνιέμαι | ||
β' ενικ. | προσπερνιέσαι | προσπερνιόσουν(α) | θα προσπερνιέσαι | να προσπερνιέσαι | ||
γ' ενικ. | προσπερνιέται | προσπερνιόταν(ε) | θα προσπερνιέται | να προσπερνιέται | ||
α' πληθ. | προσπερνιόμαστε | προσπερνιόμαστε προσπερνιόμασταν |
θα προσπερνιόμαστε | να προσπερνιόμαστε | ||
β' πληθ. | προσπερνιέστε | προσπερνιόσαστε προσπερνιόσασταν |
θα προσπερνιέστε | να προσπερνιέστε | προσπερνιέστε | |
γ' πληθ. | προσπερνιούνται | προσπερνιόνταν(ε) προσπερνιούνταν προσπερνιόντουσαν |
θα προσπερνιούνται | να προσπερνιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσπεράστηκα | θα προσπεραστώ | να προσπεραστώ | προσπεραστεί | ||
β' ενικ. | προσπεράστηκες | θα προσπεραστείς | να προσπεραστείς | |||
γ' ενικ. | προσπεράστηκε | θα προσπεραστεί | να προσπεραστεί | |||
α' πληθ. | προσπεραστήκαμε | θα προσπεραστούμε | να προσπεραστούμε | |||
β' πληθ. | προσπεραστήκατε | θα προσπεραστείτε | να προσπεραστείτε | προσπεραστείτε | ||
γ' πληθ. | προσπεράστηκαν προσπεραστήκαν(ε) |
θα προσπεραστούν(ε) | να προσπεραστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προσπεραστεί | είχα προσπεραστεί | θα έχω προσπεραστεί | να έχω προσπεραστεί | ||
β' ενικ. | έχεις προσπεραστεί | είχες προσπεραστεί | θα έχεις προσπεραστεί | να έχεις προσπεραστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προσπεραστεί | είχε προσπεραστεί | θα έχει προσπεραστεί | να έχει προσπεραστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προσπεραστεί | είχαμε προσπεραστεί | θα έχουμε προσπεραστεί | να έχουμε προσπεραστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προσπεραστεί | είχατε προσπεραστεί | θα έχετε προσπεραστεί | να έχετε προσπεραστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προσπεραστεί | είχαν προσπεραστεί | θα έχουν προσπεραστεί | να έχουν προσπεραστεί |