ενεστώτας overtake
γ΄ ενικό ενεστώτα overtakes
αόριστος overtook
παθητική μετοχή overtaken
ενεργητική μετοχή overtaking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
overtake < over- + take

overtake (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) προσπερνάω, προλαβαίνω, περνάω ένα κινούμενο όχημα ή άτομο μπροστά μου γιατί πηγαίνω πιο γρήγορα από αυτό
    ⮡  I am overtaking a truck.
    Προσπερνώ ένα φορτηγό.
    ⮡  Careful when overtaking!
    Προσοχή όταν προσπερνάς!
    ⮡  I overtook the car.
    Πρόλαβα το αυτοκίνητο.
    ⮡  Can we overtake that Mercedes?
    Μπορούμε να περάσουμε αυτή τη Μερσεντές;
     συνώνυμα: pass
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεπερνάω, προσπερνάω, περνάω, κάτι γίνεται μεγαλύτερο σε αριθμό, ποσότητα ή σημασία από κάτι άλλο
    ⮡  London overtakes Paris in size and population.
    Το Λονδίνο ξεπερνάει το Παρίσι σε έκταση και πληθυσμό.
    ⮡  He overtook everyone in his class.
    Τους προσπέρασε/πέρασε όλους στην τάξη του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exceed
  3. (μεταβατικό, συνήθως με παθητική φωνή) συμβαίνω, προλαβαίνω, κάτι απροσδόκητα αρχίζει να συμβαίνει και να με επηρεάζει
    ⮡  We were overtaken by darkness/by a snowstorm.
    Μας πρόλαβε το σκοτάδι/μια χιονοθύελλα.