πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσπέραση οι προσπεράσεις
      γενική της προσπέρασης* των προσπεράσεων
    αιτιατική την προσπέραση τις προσπεράσεις
     κλητική προσπέραση προσπεράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσπεράσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
προσπέραση < ρήμα προσπερνώ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσπέραση θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 δείτε τη λέξη προσπέρασμα