Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσπέραση οι προσπεράσεις
      γενική της προσπέρασης* των προσπεράσεων
    αιτιατική την προσπέραση τις προσπεράσεις
     κλητική προσπέραση προσπεράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσπεράσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσπέραση < ρήμα προσπερνώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσπέραση θηλυκό

  1. η ενέργεια του προσπερνώ, το προσπέρασμα
    απαγορεύεται η προσπέραση από δεξιά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη προσπέρασμα