αντιπαρέρχομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αντιπαρέρχομαι < αντί + παρά + έρχομαι
Ρήμα
επεξεργασία
αντιπαρέρχομαι
- περνώ δίπλα από κάποιον που διέρχεται στην αντίθετη κατεύθυνση από μένα
- προσπερνώ κάτι δίχως να το εξετάσω
- δεν ενδιαφέρομαι για κάτι
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιπαρέρχομαι
|