Δείτε επίσης: ὑπερτερῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερτερώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπερτερῶ, συνηρημένος τύπος του ὑπερτερέω < αρχαία ελληνική ὑπέρτερος < ὑπέρ + -τερος

υπερτερώ, αόρ.: υπερτέρησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία