επικρατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.kɾaˈto/
Ρήμα
επεξεργασίαεπικρατώ
- εμφανίζομαι ισχυρότερος από άλλον
- νικώ
- (γ’ πρόσωπο) επικρατεί: υπάρχει
Συγγενικά
επεξεργασία- επικράτεια
- επικρατέστερος
- επικράτηση
- επικρατών
- → δείτε τις λέξεις επί, κρατώ και κράτος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επικρατώ | επικρατούσα | θα επικρατώ | να επικρατώ | επικρατώντας | |
β' ενικ. | επικρατείς | επικρατούσες | θα επικρατείς | να επικρατείς | (επικράτει) | |
γ' ενικ. | επικρατεί | επικρατούσε | θα επικρατεί | να επικρατεί | ||
α' πληθ. | επικρατούμε | επικρατούσαμε | θα επικρατούμε | να επικρατούμε | ||
β' πληθ. | επικρατείτε | επικρατούσατε | θα επικρατείτε | να επικρατείτε | επικρατείτε | |
γ' πληθ. | επικρατούν(ε) | επικρατούσαν(ε) | θα επικρατούν(ε) | να επικρατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επικράτησα | θα επικρατήσω | να επικρατήσω | επικρατήσει | ||
β' ενικ. | επικράτησες | θα επικρατήσεις | να επικρατήσεις | επικράτησε | ||
γ' ενικ. | επικράτησε | θα επικρατήσει | να επικρατήσει | |||
α' πληθ. | επικρατήσαμε | θα επικρατήσουμε | να επικρατήσουμε | |||
β' πληθ. | επικρατήσατε | θα επικρατήσετε | να επικρατήσετε | επικρατήστε | ||
γ' πληθ. | επικράτησαν επικρατήσαν(ε) |
θα επικρατήσουν(ε) | να επικρατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επικρατήσει | είχα επικρατήσει | θα έχω επικρατήσει | να έχω επικρατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επικρατήσει | είχες επικρατήσει | θα έχεις επικρατήσει | να έχεις επικρατήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επικρατήσει | είχε επικρατήσει | θα έχει επικρατήσει | να έχει επικρατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επικρατήσει | είχαμε επικρατήσει | θα έχουμε επικρατήσει | να έχουμε επικρατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επικρατήσει | είχατε επικρατήσει | θα έχετε επικρατήσει | να έχετε επικρατήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επικρατήσει | είχαν επικρατήσει | θα έχουν επικρατήσει | να έχουν επικρατήσει |
|