Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικρατέστερος η επικρατέστερη το επικρατέστερο
      γενική του επικρατέστερου της επικρατέστερης του επικρατέστερου
    αιτιατική τον επικρατέστερο την επικρατέστερη το επικρατέστερο
     κλητική επικρατέστερε επικρατέστερη επικρατέστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικρατέστεροι οι επικρατέστερες τα επικρατέστερα
      γενική των επικρατέστερων των επικρατέστερων των επικρατέστερων
    αιτιατική τους επικρατέστερους τις επικρατέστερες τα επικρατέστερα
     κλητική επικρατέστεροι επικρατέστερες επικρατέστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επικρατέστερος < αρχαία ελληνική ἐπικρατέστερος, συγκριτικός βαθμός του ἐπικρατής

  Επίθετο επεξεργασία

επικρατέστερος

  1. που επικρατεί, είναι καλύτερος σε σύγκριση ή αναμέτρηση με άλλον ή με κάτι άλλο
  2. συνηθέστερος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία