επικρατέστερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικρατέστερος < αρχαία ελληνική ἐπικρατέστερος, συγκριτικός βαθμός του ἐπικρατής
Επίθετο
επεξεργασίαεπικρατέστερος
- που επικρατεί, είναι καλύτερος σε σύγκριση ή αναμέτρηση με άλλον ή με κάτι άλλο
- συνηθέστερος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επικρατέστερος
|