αναμέτρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναμέτρηση | οι | αναμετρήσεις |
γενική | της | αναμέτρησης* | των | αναμετρήσεων |
αιτιατική | την | αναμέτρηση | τις | αναμετρήσεις |
κλητική | αναμέτρηση | αναμετρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναμετρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααναμέτρηση θηλυκό
- η διαδικασία με την οποία κάποιος μετρά τις δυνάμεις του στην πράξη, αντιπαρατάσσοντάς τες στις αντίστοιχες δυνάμεις κάποιου άλλου, με πόλεμο, φραστική διαμάχη, αγώνα ομάδων (π.χ. στο ποδόσφαιρο) ή ατόμων με στόχο μια προσωπική νίκη επί του άλλου
- στρατιωτική αναμέτρηση (πόλεμος)
- πολιτική αναμέτρηση (εκλογές ή δημοσκόπηση ή μάχη εντυπώσεων έναντι άλλου κόμματος ή έναντι ανιπάλου μέσα στο ίδιο το κόμμα)
- κοινωνική αναμέτρηση (απεργίες και διαδηλώσεις έναντι κυβερνητικών μέτρων)
- "Αναμετρήθηκαν για τα μάτια της Ελένης, όμως εκείνη προτίμησε τον Κώστα κι ας ήταν αυτός που κατέληξε στο νοσοκομείο"
- "Η αναμέτρηση στα καλλιστεία ανέδειξε ως Σταρ Ελλάς την Πόπη Ποπηκοπάκου"
- το ξαναμέτρημα, το προσεκτικό στάθμισμα διάφορων παραμέτρων
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαειρηνική, ψύχραιμη και πολιτισμένη επίλυση διακρατικής, κοινωνικής ή προσωπικής διαφοράς
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναμέτρηση