ενεστώτας weigh up
γ΄ ενικό ενεστώτα weighs up
αόριστος weighed up
παθητική μετοχή weighed up
ενεργητική μετοχή weighing up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
weigh up < → δείτε τις λέξεις weigh και up

weigh up (en)

  • γίνεται αναμέτρηση
    They weighed up the consequences.
    Έγινε αναμέτρηση των συνεπειών.