weigh up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | weigh up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | weighs up |
αόριστος | weighed up |
παθητική μετοχή | weighed up |
ενεργητική μετοχή | weighing up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαweigh up (en)
- γίνεται αναμέτρηση
- ↪ They weighed up the consequences.
- Έγινε αναμέτρηση των συνεπειών.
- ↪ They weighed up the consequences.
Πηγές
επεξεργασία- weigh up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 51-52. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναμέτρηση