Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αναμετρήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναμετρώ
  2. θα αναμετρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναμετρώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αναμετρήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναμέτρηση