Ετυμολογία

επεξεργασία
αναμετρώ < αρχαία ελληνική ἀναμετρέω (ξαναμετράω, ξαναγυρίζω απρόθυμα κάπου)

αναμετρώ (παθητικό: αναμετριέμαι)

  1. (παθ.) συγκρούομαι με κάποιον ή με κάτι, μετράω τις δυνάμεις μου ενάντια στις δικές του, ανταγωνίζομαι
  2. μετράω και ξαναμετράω με αγωνία, μετράω και συγκρίνω, λογαριάζω, σταθμίζω, αναλογίζομαι
    Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει ("Αξιον εστί"., Οδ. Ελύτης, για την απόφαση των Ελλήνων να γιορτάσουν την 25η Μαρτίου στην γερμανοκρατούμενη Αθήνα του 1942)
  3. επιστρέφω κάπου, μετράω τα βηματά μου προς τα πίσω
    αναμετρώντας τα βήματά μου ξαναβρέθηκα στο κατώφλι του σπιτιού της
  • αν και προέρχεται από ρήμα σε -έω, ακολούθησε στην πορεία το μετράω, δηλ. τα σε -άω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία