αναμετρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναμετρώ < αρχαία ελληνική ἀναμετρέω (ξαναμετράω, ξαναγυρίζω απρόθυμα κάπου)
Ρήμα
επεξεργασίααναμετρώ (παθητικό: αναμετριέμαι)
- (παθ.) συγκρούομαι με κάποιον ή με κάτι, μετράω τις δυνάμεις μου ενάντια στις δικές του, ανταγωνίζομαι
- μετράω και ξαναμετράω με αγωνία, μετράω και συγκρίνω, λογαριάζω, σταθμίζω, αναλογίζομαι
- Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει ("Αξιον εστί"., Οδ. Ελύτης, για την απόφαση των Ελλήνων να γιορτάσουν την 25η Μαρτίου στην γερμανοκρατούμενη Αθήνα του 1942)
- επιστρέφω κάπου, μετράω τα βηματά μου προς τα πίσω
- αναμετρώντας τα βήματά μου ξαναβρέθηκα στο κατώφλι του σπιτιού της
Κλίση
επεξεργασία- αν και προέρχεται από ρήμα σε -έω, ακολούθησε στην πορεία το μετράω, δηλ. τα σε -άω
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναμετράω - αναμετρώ | αναμετρούσα | θα αναμετράω - αναμετρώ | να αναμετράω - αναμετρώ | αναμετρώντας | |
β' ενικ. | αναμετράς | αναμετρούσες | θα αναμετράς | να αναμετράς | αναμέτρα - αναμέτραγε | |
γ' ενικ. | αναμετράει - αναμετρά | αναμετρούσε | θα αναμετράει - αναμετρά | να αναμετράει - αναμετρά | ||
α' πληθ. | αναμετράμε - αναμετρούμε | αναμετρούσαμε | θα αναμετράμε - αναμετρούμε | να αναμετράμε - αναμετρούμε | ||
β' πληθ. | αναμετράτε | αναμετρούσατε | θα αναμετράτε | να αναμετράτε | αναμετράτε | |
γ' πληθ. | αναμετράν(ε) - αναμετρούν(ε) | αναμετρούσαν(ε) | θα αναμετράν(ε) - αναμετρούν(ε) | να αναμετράν(ε) - αναμετρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναμέτρησα | θα αναμετρήσω | να αναμετρήσω | αναμετρήσει | ||
β' ενικ. | αναμέτρησες | θα αναμετρήσεις | να αναμετρήσεις | αναμέτρα - αναμέτρησε | ||
γ' ενικ. | αναμέτρησε | θα αναμετρήσει | να αναμετρήσει | |||
α' πληθ. | αναμετρήσαμε | θα αναμετρήσουμε | να αναμετρήσουμε | |||
β' πληθ. | αναμετρήσατε | θα αναμετρήσετε | να αναμετρήσετε | αναμετρήστε | ||
γ' πληθ. | αναμέτρησαν αναμετρήσαν(ε) |
θα αναμετρήσουν(ε) | να αναμετρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναμετρήσει | είχα αναμετρήσει | θα έχω αναμετρήσει | να έχω αναμετρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναμετρήσει | είχες αναμετρήσει | θα έχεις αναμετρήσει | να έχεις αναμετρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναμετρήσει | είχε αναμετρήσει | θα έχει αναμετρήσει | να έχει αναμετρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναμετρήσει | είχαμε αναμετρήσει | θα έχουμε αναμετρήσει | να έχουμε αναμετρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναμετρήσει | είχατε αναμετρήσει | θα έχετε αναμετρήσει | να έχετε αναμετρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναμετρήσει | είχαν αναμετρήσει | θα έχουν αναμετρήσει | να έχουν αναμετρήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναμετριέμαι | αναμετριόμουν(α) | θα αναμετριέμαι | να αναμετριέμαι | ||
β' ενικ. | αναμετριέσαι | αναμετριόσουν(α) | θα αναμετριέσαι | να αναμετριέσαι | ||
γ' ενικ. | αναμετριέται | αναμετριόταν(ε) | θα αναμετριέται | να αναμετριέται | ||
α' πληθ. | αναμετριόμαστε | αναμετριόμαστε αναμετριόμασταν |
θα αναμετριόμαστε | να αναμετριόμαστε | ||
β' πληθ. | αναμετριέστε | αναμετριόσαστε αναμετριόσασταν |
θα αναμετριέστε | να αναμετριέστε | αναμετριέστε | |
γ' πληθ. | αναμετριούνται | αναμετριόνταν(ε) αναμετριούνταν αναμετριόντουσαν |
θα αναμετριούνται | να αναμετριούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναμετρήθηκα | θα αναμετρηθώ | να αναμετρηθώ | αναμετρηθεί | ||
β' ενικ. | αναμετρήθηκες | θα αναμετρηθείς | να αναμετρηθείς | αναμετρήσου | ||
γ' ενικ. | αναμετρήθηκε | θα αναμετρηθεί | να αναμετρηθεί | |||
α' πληθ. | αναμετρηθήκαμε | θα αναμετρηθούμε | να αναμετρηθούμε | |||
β' πληθ. | αναμετρηθήκατε | θα αναμετρηθείτε | να αναμετρηθείτε | αναμετρηθείτε | ||
γ' πληθ. | αναμετρήθηκαν αναμετρηθήκαν(ε) |
θα αναμετρηθούν(ε) | να αναμετρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναμετρηθεί | είχα αναμετρηθεί | θα έχω αναμετρηθεί | να έχω αναμετρηθεί | αναμετρημένος | |
β' ενικ. | έχεις αναμετρηθεί | είχες αναμετρηθεί | θα έχεις αναμετρηθεί | να έχεις αναμετρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναμετρηθεί | είχε αναμετρηθεί | θα έχει αναμετρηθεί | να έχει αναμετρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναμετρηθεί | είχαμε αναμετρηθεί | θα έχουμε αναμετρηθεί | να έχουμε αναμετρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναμετρηθεί | είχατε αναμετρηθεί | θα έχετε αναμετρηθεί | να έχετε αναμετρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναμετρηθεί | είχαν αναμετρηθεί | θα έχουν αναμετρηθεί | να έχουν αναμετρηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναμετρώ
|