αναλογίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναλογίζομαι < αρχαία ελληνική ἀναλογίζομαι
Ρήμα
επεξεργασίααναλογίζομαι (αποθετικό ρήμα)
- σκέφτομαι για κάτι σε βάθος εκτιμώντας συνήθως και επιπτώσεις
- επανεξετάζω, ξανασκέφτομαι κάτι, συχνά με δέος ή άγχος, λογαριάζω, υπολογίζω όλες τις παραμέτρους, συνυπολογίζω όλους τους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν κάτι, σκέφτομαι σοβαρά κάτι
- Δεν παντρεύτηκε τελικά γιατί αναλογίστηκε τις ευθύνες
- ξαναθυμάμαι, αλλά συνήθως με κάποιο δέος και θαυμασμό, και όχι τόσο με τόση νοσταλγία, φέρνω στο νου μου
- Αναλογίζομαι καμιά φορά τα μικράτα μας στην κατοχή... Πώς τα έβγαλαν πέρα οι πατεράδες μας, οι μανάδες μας, εμείς; Τι εποχές κι αυτές...
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναλογίζομαι | αναλογιζόμουν(α) | θα αναλογίζομαι | να αναλογίζομαι | ||
β' ενικ. | αναλογίζεσαι | αναλογιζόσουν(α) | θα αναλογίζεσαι | να αναλογίζεσαι | (αναλογίζου) | |
γ' ενικ. | αναλογίζεται | αναλογιζόταν(ε) | θα αναλογίζεται | να αναλογίζεται | ||
α' πληθ. | αναλογιζόμαστε | αναλογιζόμαστε αναλογιζόμασταν |
θα αναλογιζόμαστε | να αναλογιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αναλογίζεστε | αναλογιζόσαστε αναλογιζόσασταν |
θα αναλογίζεστε | να αναλογίζεστε | (αναλογίζεστε) | |
γ' πληθ. | αναλογίζονται | αναλογίζονταν αναλογιζόντουσαν |
θα αναλογίζονται | να αναλογίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναλογίστηκα | θα αναλογιστώ | να αναλογιστώ | αναλογιστεί | ||
β' ενικ. | αναλογίστηκες | θα αναλογιστείς | να αναλογιστείς | αναλογίσου | ||
γ' ενικ. | αναλογίστηκε | θα αναλογιστεί | να αναλογιστεί | |||
α' πληθ. | αναλογιστήκαμε | θα αναλογιστούμε | να αναλογιστούμε | |||
β' πληθ. | αναλογιστήκατε | θα αναλογιστείτε | να αναλογιστείτε | αναλογιστείτε | ||
γ' πληθ. | αναλογίστηκαν αναλογιστήκαν(ε) |
θα αναλογιστούν(ε) | να αναλογιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναλογιστεί | είχα αναλογιστεί | θα έχω αναλογιστεί | να έχω αναλογιστεί | αναλογισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναλογιστεί | είχες αναλογιστεί | θα έχεις αναλογιστεί | να έχεις αναλογιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναλογιστεί | είχε αναλογιστεί | θα έχει αναλογιστεί | να έχει αναλογιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναλογιστεί | είχαμε αναλογιστεί | θα έχουμε αναλογιστεί | να έχουμε αναλογιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναλογιστεί | είχατε αναλογιστεί | θα έχετε αναλογιστεί | να έχετε αναλογιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναλογιστεί | είχαν αναλογιστεί | θα έχουν αναλογιστεί | να έχουν αναλογιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναλογίζομαι
|