take stock
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | take stock |
γ΄ ενικό ενεστώτα | takes stock |
αόριστος | took stock |
παθητική μετοχή | taken stock |
ενεργητική μετοχή | taking stock |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtake stock (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 274-275. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκτιμώ