ενεστώτας think about
γ΄ ενικό ενεστώτα thinks about
αόριστος thought about
παθητική μετοχή thought about
ενεργητική μετοχή thinking about

Ετυμολογία

επεξεργασία
think about <  δείτε τις λέξεις think και about

think about (en)

  • σκέφτομαι να κάνω κάτι
      The young musician has never thought about joining the symphony orchestra.
    Ο νεαρός μουσικός δεν έχει σκεφτεί ποτέ να μπει στη συμφωνική ορχήστρα.
      I’ll have thought about whether I’ll stay or whether I’ll go.
    Θα έχω σκεφτεί αν θα μείνω ή αν θα φύγω.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη consider