ενεστώτας consider
γ΄ ενικό ενεστώτα considers
αόριστος considered
παθητική μετοχή considered
ενεργητική μετοχή considering

  Ετυμολογία

επεξεργασία
consider < (κληρονομημένο) μέση αγγλική consideren < μέση γαλλική considerer < λατινική considerare < con- (συν-) + sīder-, ίσως από το sīdus (αστέρι· αστερισμός). Συγκρίνετε: dēsīderō

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kənˈsɪdə/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /kənsɪdər/ (ΗΠΑ)
 

consider (en) (μεταβατικό)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μελετώ, σκέφτομαι κάτι προσεκτικά, ειδικά για να πάρω μια απόφαση
    ⮡  The committee studiously considered all of the above comments.
    Η επιτροπή μελέτησε επιμελώς όλες τις ανωτέρω παρατηρήσεις.
    ⮡  I’m considering going to the beach tomorrow.
    Σκέφτομαι να πάω στην παραλία αύριο.
    ⮡  The young musician has never considered joining the symphony orchestra.
    Ο νεαρός μουσικός δεν έχει σκεφτεί ποτέ να μπει στη συμφωνική ορχήστρα.
     συνώνυμα:  take into account, think about και think of
  2. (μεταβατικό) θεωρώ, σκέφτομαι κάποιον ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  Consider yourself lucky.
    Να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό.
    ⮡  Modern medicine cures diseases which were once considered incurable.
    Η σύγχρονη ιατρική θεραπεύει αρρώστιες που κάποτε τις θεωρούσαν ανίατες.
     συνώνυμα:  account for, deem και regard
  3. κοιτάζω με προσοχή
     συνώνυμα: regard, observe
  4. θεωρώ, παίρνω κάτι ως παράδειγμα
  5. συζητώ στο κοινοβούλιο, εξετάζω
     συνώνυμα: deliberate, bethink

Συγγενικά

επεξεργασία