ενεστώτας consider
γ΄ ενικό ενεστώτα considers
αόριστος considered
παθητική μετοχή considered
ενεργητική μετοχή considering

Ετυμολογία

επεξεργασία
consider < (κληρονομημένο) μέση αγγλική consideren < μέση γαλλική considerer < λατινική considerare < con- (συν-) + sīder-, ίσως από το sīdus (αστέρι· αστερισμός). Συγκρίνετε: dēsīderō

consider (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μελετώ, σκέφτομαι κάτι προσεκτικά, ειδικά για να πάρω μια απόφαση
      The committee studiously considered all of the above comments.
    Η επιτροπή μελέτησε επιμελώς όλες τις ανωτέρω παρατηρήσεις.
      I will consider your suggestion.
    Θα μελετήσω την πρότασή σας.
      This issue needs to be considered carefully.
    Αυτό το θέμα πρέπει να μελετηθεί προσεχτικά.
      I’m considering going to the beach tomorrow.
    Σκέφτομαι να πάω στην παραλία αύριο.
      The young musician has never considered joining the symphony orchestra.
    Ο νεαρός μουσικός δεν έχει σκεφτεί ποτέ να μπει στη συμφωνική ορχήστρα.
     συνώνυμα:  contemplate, take into account, think about και think of,  και δείτε τη λέξη ponder
  2. (μεταβατικό) θεωρώ, σκέφτομαι κάποιον ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο
      Consider yourself lucky.
    Να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό.
      Do you still consider him your friend?
    Τον θεωρείς ακόμα φίλο σου;
      Modern medicine cures diseases which were once considered incurable.
    Η σύγχρονη ιατρική θεραπεύει αρρώστιες που κάποτε τις θεωρούσαν ανίατες.
     συνώνυμα:  account for, deem και regard
  3. (μεταβατικό) λαμβάνω/παίρνω υπόψη, σκέφτομαι κάτι, ειδικά τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων, και επηρεάζομαι από αυτό όταν παίρνω μια απόφαση κτλ.
      We should consider others’ feelings.
    Πρέπει να λάβουμε υπόψη τα αισθήματα των άλλων.
  4. (επίσημο) κοιτάζω με προσοχή

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία