consider
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | consider |
γ΄ ενικό ενεστώτα | considers |
αόριστος | considered |
παθητική μετοχή | considered |
ενεργητική μετοχή | considering |
Ετυμολογία
επεξεργασία- consider < (κληρονομημένο) μέση αγγλική consideren < μέση γαλλική considerer < λατινική considerare < con- (συν-) + sīder-, ίσως από το sīdus (αστέρι· αστερισμός). Συγκρίνετε: dēsīderō
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαconsider (en) (μεταβατικό)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μελετώ, σκέφτομαι κάτι προσεκτικά, ειδικά για να πάρω μια απόφαση
- ⮡ The committee studiously considered all of the above comments.
- Η επιτροπή μελέτησε επιμελώς όλες τις ανωτέρω παρατηρήσεις.
- ⮡ I’m considering going to the beach tomorrow.
- Σκέφτομαι να πάω στην παραλία αύριο.
- ⮡ The young musician has never considered joining the symphony orchestra.
- Ο νεαρός μουσικός δεν έχει σκεφτεί ποτέ να μπει στη συμφωνική ορχήστρα.
- ≈ συνώνυμα: take into account, think about και think of
- ⮡ The committee studiously considered all of the above comments.
- (μεταβατικό) θεωρώ, σκέφτομαι κάποιον ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο
- ⮡ Consider yourself lucky.
- Να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό.
- ⮡ Modern medicine cures diseases which were once considered incurable.
- Η σύγχρονη ιατρική θεραπεύει αρρώστιες που κάποτε τις θεωρούσαν ανίατες.
- ≈ συνώνυμα: account for, deem και regard
- ⮡ Consider yourself lucky.
- κοιτάζω με προσοχή
- θεωρώ, παίρνω κάτι ως παράδειγμα
- συζητώ στο κοινοβούλιο, εξετάζω