ενεστώτας account for
γ΄ ενικό ενεστώτα accounts for
αόριστος accounted for
παθητική μετοχή accounted for
ενεργητική μετοχή accounting for

  Ετυμολογία

επεξεργασία
account for < → δείτε τις λέξεις account και for

account for (en)

  1. εξηγώ, είναι η εξήγηση ή η αιτία για κάτι
    ⮡  That accounts for his absence.
    Αυτό εξηγεί την απουσία του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη explain
  2. δίνω λογαριασμό σε κάποιον για κάτι
    ⮡  I don’t have to account for my actions to anyone.
    Δε δίνω λογαριασμό σε κανέναν για το τι κάνω.
    ⮡  You’ll have to account for it in court.
    Θα δώσεις λογαριασμό για αυτό στο δικαστήριο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη explain
  3. δίνω λογαριασμό για το πώς ξοδεύτηκαν τα χρήματα που είχα στη φροντίδα μου
    ⮡  He must account for every euro.
    Πρέπει να δίνει λογαριασμό για κάθε ευρώ.
  4. λογαριάζω, θεωρώ κάτι
    ⮡  Unfortunately we had not accounted for the strike.
    Δυστυχώς δεν είχαμε λογαριάσει την απεργία.
    ⮡  We must account for his youth.
    Πρέπει να λογαριάσουμε το νεαρό της ηλικίας του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη consider