explain
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | explain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | explains |
αόριστος | explained |
παθητική μετοχή | explained |
ενεργητική μετοχή | explaining |
Ρήμα
επεξεργασίαexplain (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- εξηγώ, λέω σε κάποιον για κάτι με τρόπο που να το καταλαβαίνει εύκολα
- ⮡ She explained to me what she meant.
- Μου εξήγησε τι εννοούσε.
- ⮡ I asked a specialized technician and he explained everything to me.
- Ρώτησα έναν εξειδικευμένο τεχνικό και μου τα εξήγησε όλα.
- ⮡ She explained to me what she meant.
- εξηγώ, δίνω λόγο για κάτι
- ⮡ Explain to me why you were late.
- Να μου εξηγήσεις γιατί άργησες.
- ⮡ That explains his absence.
- Αυτό εξηγεί την απουσία του.
- ≈ συνώνυμα: account for
- ⮡ Explain to me why you were late.