ενεστώτας explain
γ΄ ενικό ενεστώτα explains
αόριστος explained
παθητική μετοχή explained
ενεργητική μετοχή explaining

explain (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  1. εξηγώ, λέω σε κάποιον για κάτι με τρόπο που να το καταλαβαίνει εύκολα
    ⮡  She explained to me what she meant.
    Μου εξήγησε τι εννοούσε.
    ⮡  I asked a specialized technician and he explained everything to me.
    Ρώτησα έναν εξειδικευμένο τεχνικό και μου τα εξήγησε όλα.
  2. εξηγώ, δίνω λόγο για κάτι
    ⮡  Explain to me why you were late.
    Να μου εξηγήσεις γιατί άργησες.
    ⮡  That explains his absence.
    Αυτό εξηγεί την απουσία του.
     συνώνυμα:  account for