Ετυμολογία

επεξεργασία
account < μέση αγγλική account < αγγλονορμανδική acunte < παλαιά γαλλική acont < aconter < λατινική computo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
account accounts

account (en)

  1. ο λογαριασμός στην τράπεζα
    ⮡  a bank account - τραπεζικός λογαριασμός
    ⮡  a checking account - λογαριασμός όψεως
    ⮡  a savings account - λογαριασμός ταμιευτηρίου
    ⮡  a time deposit account - προθεσμιακός λογαριασμός
    ⮡  a joint account - κοινός λογαριασμός
    ⮡  an itemized account - αναλυτικός λογαριασμός
    ⮡  an outstanding account - εκκρεμής λογαριασμός
    ⮡  a contra account - λογαριασμός τάξεως
    ⮡  a profit and loss account - λογαριασμός κερδών και ζημιών
    ⮡  an account statement - κατάσταση λογαριασμού
    ⮡  account reconciliation - συμφωνία λογαριασμών
    ⮡  I open/close an account.
    Ανοίγω/κλείνω λογαριασμό.
    ⮡  I credit/debit an account.
    Πιστώνω/χρεώνω λογαριασμό.
    ⮡  I pay/settle an account.
    Πληρώνω/εξοφλώ λογαριασμό.
  2. ο λογαριασμός στο διαδίκτυο ή στον υπολογιστή
    ⮡  You need to have an account to send a message.
    Χρειάζεται να έχεις λογαριασμό για να στείλεις μήνυμα.

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας account
γ΄ ενικό ενεστώτα accounts
αόριστος accounted
παθητική μετοχή accounted
ενεργητική μετοχή accounting

account (en)

  • (συνήθως παθητική φωνή, επίσημο) λογίζομαι, έχω την άποψη ότι κάποιος ή κάτι είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος
    ⮡  I account myself happy to be here with you.
    Λογίζομαι ευτυχής που είμαι μαζί σας εδώ.

Παράγωγα

επεξεργασία