account
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- account < μέση αγγλική account < αγγλονορμανδική acunte < παλαιά γαλλική acont < aconter < λατινική computo
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
account | accounts |
account (en)
- ο λογαριασμός στην τράπεζα
- ⮡ a bank account - τραπεζικός λογαριασμός
- ⮡ a checking account - λογαριασμός όψεως
- ⮡ a savings account - λογαριασμός ταμιευτηρίου
- ⮡ a time deposit account - προθεσμιακός λογαριασμός
- ⮡ a joint account - κοινός λογαριασμός
- ⮡ an itemized account - αναλυτικός λογαριασμός
- ⮡ an outstanding account - εκκρεμής λογαριασμός
- ⮡ a contra account - λογαριασμός τάξεως
- ⮡ a profit and loss account - λογαριασμός κερδών και ζημιών
- ⮡ an account statement - κατάσταση λογαριασμού
- ⮡ account reconciliation - συμφωνία λογαριασμών
- ⮡ I open/close an account.
- Ανοίγω/κλείνω λογαριασμό.
- ⮡ I credit/debit an account.
- Πιστώνω/χρεώνω λογαριασμό.
- ⮡ I pay/settle an account.
- Πληρώνω/εξοφλώ λογαριασμό.
- ο λογαριασμός στο διαδίκτυο ή στον υπολογιστή
- ⮡ You need to have an account to send a message.
- Χρειάζεται να έχεις λογαριασμό για να στείλεις μήνυμα.
- ⮡ You need to have an account to send a message.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | account |
γ΄ ενικό ενεστώτα | accounts |
αόριστος | accounted |
παθητική μετοχή | accounted |
ενεργητική μετοχή | accounting |
account (en)
- (συνήθως παθητική φωνή, επίσημο) λογίζομαι, έχω την άποψη ότι κάποιος ή κάτι είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος
- ⮡ I account myself happy to be here with you.
- Λογίζομαι ευτυχής που είμαι μαζί σας εδώ.
- ⮡ I account myself happy to be here with you.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- account (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- account (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 507, 508. ISBN 9780194325684., λήμμα: λογαριασμός, λογίζομαι