take account of
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαtake account of (en)
- (ιδιωματισμός) άλλη μορφή του take into account
- ↪ I never took account of public opinion.
- Ποτέ δε λογάριασα την κοινή γνώμη.
- ↪ I never took account of public opinion.