↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λογαριασμός οι λογαριασμοί
      γενική του λογαριασμού των λογαριασμών
    αιτιατική τον λογαριασμό τους λογαριασμούς
     κλητική λογαριασμέ λογαριασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λογαριασμός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λογαριασμός < λογαριασ- του λογαριάζω + -μός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lo.ɣaɾ.ʝaˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λο‐γα‐ρια‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λογαριασμός αρσενικό

  1. εκτέλεση πράξεων
    ⮡  κάνω το λογαριασμό
  2. αρχείο χρηματοπιστωτικών πράξεων
    ⮡  λογαριασμός τράπεζας
  3. απολογισμός, λογοδοσία (δίνω λογαριασμό)
    ⮡  Δε δίνω λογαριασμό σε κανέναν.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
λογαριασμός < λογαριασ- του λογαριάζω + -μός


Συγγενικά

επεξεργασία