λογαριασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λογαριασμός < λογαριάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλογαριασμός αρσενικό
- εκτέλεση πράξεων
- κάνω το λογαριασμό
- αρχείο χρηματοπιστωτικών πράξεων
- λογαριασμός τράπεζας
- απολογισμός, λογοδοσία (δίνω λογαριασμό)
- δε δίνω λογαριασμό σε κανέναν