λογαριασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λογαριασμός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λογαριασμός < λογαριασ- του λογαριάζω + -μός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /lo.ɣaɾ.ʝaˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐γα‐ρια‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λογαριασμός αρσενικό
- εκτέλεση πράξεων
- ⮡ κάνω το λογαριασμό
- αρχείο χρηματοπιστωτικών πράξεων
- ⮡ λογαριασμός τράπεζας
- απολογισμός, λογοδοσία (δίνω λογαριασμό)
- ⮡ Δε δίνω λογαριασμό σε κανέναν.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λογαριάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- λογαριασμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λογαριασμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- λογαριασμός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].