Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λογοδοσία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λογοδοσί
α
οι
λογοδοσί
ες
γενική
της
λογοδοσί
ας
των
λογοδοσι
ών
αιτιατική
τη
λογοδοσί
α
τις
λογοδοσί
ες
κλητική
λογοδοσί
α
λογοδοσί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λογοδοσία
<
λογοδοτώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λογοδοσία
θηλυκό
η
έκθεση
των όσων έγιναν και η απόδοση λογαριασμών από κάποια αρχή ή από κάποιο
υπεύθυνο
πρόσωπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λογοδοσία
αγγλικά
:
accountability
(en)