Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λογοδοσία οι λογοδοσίες
      γενική της λογοδοσίας των λογοδοσιών
    αιτιατική τη λογοδοσία τις λογοδοσίες
     κλητική λογοδοσία λογοδοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογοδοσία < λογοδοτώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λογοδοσία θηλυκό

  • η έκθεση των όσων έγιναν και η απόδοση λογαριασμών από κάποια αρχή ή από κάποιο υπεύθυνο πρόσωπο

  Μεταφράσεις επεξεργασία