accountability
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- accountability < accountable + -ity
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
accountability (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)
- η ευθύνη, η υπευθυνότητα, το να είμαι υπεύθυνος για τις αποφάσεις ή τις ενέργειές μου
- ⮡ Accountability will be sought for the waste of public money.
- Θα ζητηθούν ευθύνες για τη σπατάλη του δημόσιου χρήματος.
- ⮡ These activities require initiative and accountability.
- Αυτές οι δραστηριότητες απαιτούν πρωτοβουλία και υπευθυνότητα.
- ⮡ Accountability will be sought for the waste of public money.