παραθετικά
θετικός accountable
συγκριτικός more accountable
υπερθετικός most accountable

  Ετυμολογία

επεξεργασία
accountable < account + -able

  Επίθετο

επεξεργασία

accountable (en)

  • υπόλογος, υπεύθυνος, που είναι υποχρεωμένος να λογοδοτήσει για κάτι
    ⮡  You will be accountable to me for every penny.
    Θα είσαι υπόλογος σε μένα για κάθε δεκάρα.
    ⮡  A madman is not accountable for his actions.
    Ο τρελός δεν είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του.
    ⮡  At the general assembly, the outgoing board of directors will be held accountable.
    Στη γενική συνέλευση θα γίνει η λογοδοσία του απερχόμενου διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας.
     συνώνυμα: responsible