υπόλογος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υπόλογος | η | υπόλογη | το | υπόλογο |
γενική | του | υπόλογου | της | υπόλογης | του | υπόλογου |
αιτιατική | τον | υπόλογο | την | υπόλογη | το | υπόλογο |
κλητική | υπόλογε | υπόλογη | υπόλογο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υπόλογοι | οι | υπόλογες | τα | υπόλογα |
γενική | των | υπόλογων | των | υπόλογων | των | υπόλογων |
αιτιατική | τους | υπόλογους | τις | υπόλογες | τα | υπόλογα |
κλητική | υπόλογοι | υπόλογες | υπόλογα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπόλογος < αρχαία ελληνική ὑπόλογος < ὑπο- + λόγος)
Επίθετο
επεξεργασίαυπόλογος, -η, -ο
- αυτός που οφείλει να λογοδοτήσει για μια πράξη ή ενέργειά του
- ο διαχειριστής δημοσίου χρήματος ή δημόσιας περιουσίας δυνάμει νόμου ή και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπόλογος