Δείτε επίσης: ὀφείλω, ωφελώ

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

οφείλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀφείλω[1]

  ΡήμαΕπεξεργασία

οφείλω, χωρίς συνοπτικούς χρόνους, παθ. φωνή: οφείλομαι

  1. χρωστώ (χρηματικό ποσό για κάτι που έχω αγοράσει ή ποσό που έχω δανειστεί)
    Τι σας οφείλω; (συνηθισμένη έκφραση για να ρωτήσουμε την τιμή ενός προϊόντος που αγοράσαμε ή την αμοιβή ενός τεχνίτη κλπ)
  2. χρωστώ (αναγνωρίζοντας ευεργεσία που έχω δεχτεί)
    στους γονείς μου οφείλω το ζην και στους δασκάλους μου το ευ ζην
  3. έχω ηθική υποχρέωση να κάνω κάτι
    οφείλω να παραδεχτώ ότι είχα άδικο προηγουμένως

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. οφείλω όφειλα θα οφείλω να οφείλω οφείλοντας
β' ενικ. οφείλεις όφειλες θα οφείλεις να οφείλεις όφειλε
γ' ενικ. οφείλει όφειλε θα οφείλει να οφείλει
α' πληθ. οφείλουμε οφείλαμε θα οφείλουμε να οφείλουμε
β' πληθ. οφείλετε οφείλατε θα οφείλετε να οφείλετε οφείλετε
γ' πληθ. οφείλουν(ε) όφειλαν
οφείλαν(ε)
θα οφείλουν(ε) να οφείλουν(ε)

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία