Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οφειλέτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
οφειλέτ
ης
οι
οφειλέτ
ες
γενική
του
οφειλέτ
η
των
οφειλετ
ών
αιτιατική
τον
οφειλέτ
η
τους
οφειλέτ
ες
κλητική
οφειλέτ
η
οφειλέτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οφειλέτης
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οφειλέτης
αρσενικό
αυτός που έχει μια
υποχρέωση
έναντι ενός
δανειστή
Συνώνυμα
επεξεργασία
χρεωστής
χρεοφειλέτης
Συγγενικά
επεξεργασία
οφείλω
οφειλή
οφειλόμενος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οφειλέτης
αγγλικά
:
debtor
(en)
γαλλικά
:
débiteur
(fr)