παραθετικά
θετικός responsible
συγκριτικός more responsible
υπερθετικός most responsible

  Ετυμολογία

επεξεργασία
responsible < γαλλική responsable < λατινική responsus < respondere

  Επίθετο

επεξεργασία

responsible (en)

  1. υπεύθυνος, έχω τη δουλειά ή το καθήκον να κάνω κάτι, για να με κατηγορήσουν αν κάτι πάει στραβά
    ⮡  The pilot is responsible for the safety of passengers.
    Ο πιλότος είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια των επιβατών.
  2. είμαι σε θέση να με κατηγορήσουν για κάτι
    ⮡  He has a mentally illness and they don’t hold him responsible.
    Είναι τρελός και δεν του καταλογίζουν ευθύνες.

Αντώνυμα

επεξεργασία