responsible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | responsible |
συγκριτικός | more responsible |
υπερθετικός | most responsible |
Ετυμολογία
επεξεργασία- responsible < γαλλική responsable < λατινική responsus < respondere
Επίθετο
επεξεργασίαresponsible (en)
- υπεύθυνος, έχω τη δουλειά ή το καθήκον να κάνω κάτι, για να με κατηγορήσουν αν κάτι πάει στραβά
- ⮡ The pilot is responsible for the safety of passengers.
- Ο πιλότος είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια των επιβατών.
- ⮡ The pilot is responsible for the safety of passengers.
- είμαι σε θέση να με κατηγορήσουν για κάτι
- ⮡ He has a mentally illness and they don’t hold him responsible.
- Είναι τρελός και δεν του καταλογίζουν ευθύνες.
- ⮡ He has a mentally illness and they don’t hold him responsible.