Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός responsibly
συγκριτικός more responsibly
υπερθετικός most responsibly

  Ετυμολογία επεξεργασία

responsibly < responsible + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

responsibly (en)

  • υπεύθυνα, με υπευθυνότητα
    She works responsibly.
    Εργάζεται υπεύθυνα.
    canvas prints created with responsibly-sourced quality materials - οι εκτυπώσεις σε καμβά δημιουργούνται με ποιοτικά υλικά υπεύθυνης προέλευσης

  Πηγές επεξεργασία