παραθετικά
θετικός considerable
συγκριτικός more considerable
υπερθετικός most considerable

  Ετυμολογία

επεξεργασία
considerable < consider + -able

  Επίθετο

επεξεργασία

considerable (en)

  • σημαντικός, αρκετός, που δεν είναι λίγος
    ⮡  a considerable chunk of votes - ένα σημαντικό τμήμα των ψήφων
    ⮡  It’s a policy which is exercised with considerable flexibility.
    Είναι μια πολιτική που ασκείται με αρκετή ευελιξία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη large