think of
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | think of |
γ΄ ενικό ενεστώτα | thinks of |
αόριστος | thought of |
παθητική μετοχή | thought of |
ενεργητική μετοχή | thinking of |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαthink of (en)
- σκέφτομαι να κάνω κάτι
- σκέφτομαι, έχω μια εικόνα ή ιδέα για κάτι ή κάποιον στο μυαλό μου
- ⮡ I was thinking of you.
- Σε σκεφτόμουν.
- ⮡ I was thinking of you.
- φαντάζομαι, δημιουργώ μια ιδέα στη φαντασία μου