αναμετριέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααναμετριέμαι < παθ. φωνή του αναμετρώ
Ρήμα
επεξεργασίααναμετριέμαι
- συγκρίνομαι, αντιπαραβάλλομαι, μετράω τις δυνάμεις μου ή κάποιες ιδιότητές μου σε σχέση με τις ίδιες ιδιότητες κάποιου άλλου ατόμου
- συγκρούομαι, παίζω ξύλο, διαφωνώ, συμπλέκομαι, έρχομαι στα χέρια
- Τα κόμματα αναμετρήθηκαν σκληρά στις εκλογές.
Συνώνυμα
επεξεργασία- λόγιο: αναμετρώμαι
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναμετριέμαι
|