Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναμετριέμαι < παθ. φωνή του αναμετρώ

  Ρήμα επεξεργασία

αναμετριέμαι

  1. συγκρίνομαι, αντιπαραβάλλομαι, μετράω τις δυνάμεις μου ή κάποιες ιδιότητές μου σε σχέση με τις ίδιες ιδιότητες κάποιου άλλου ατόμου
  2. συγκρούομαι, παίζω ξύλο, διαφωνώ, συμπλέκομαι, έρχομαι στα χέρια
    • Τα κόμματα αναμετρήθηκαν σκληρά στις εκλογές.

Συνώνυμα επεξεργασία


Συγγενικά επεξεργασία



  Μεταφράσεις επεξεργασία