συγκρίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκρίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος συγκρίνω
Ρήμα
επεξεργασίασυγκρίνομαι
- (μέσης διάθεσης) συγκρίνω τον εαυτό μου με κάποιο άλλο πρόσωπο, αναμετριέμαι
- συγκρίνομαι με τον αδελφό μου ώρες-ώρες και βλέπω ότι είναι πιο άξιος από μένα
- (παθητικής διάθεσης) με συγκρίνουν, υποβάλλομαι σε σύγκριση με κάποιο άλλο πρόσωπο/πράγμα
- Και γιατί σου είπε ότι είσαι όμοιος με τον αδελφό σου; Δε συγκρίνεσαι εσύ με αυτό το τέρας!
- Μόνο τα όμοια συγκρίνονται. Μη συγκρίνεις λοιπόν ανόμοια τρίγωνα γιατί το ένα δεν συγκρίνεται με το άλλο."