↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναμετρημένος η αναμετρημένη το αναμετρημένο
      γενική του αναμετρημένου της αναμετρημένης του αναμετρημένου
    αιτιατική τον αναμετρημένο την αναμετρημένη το αναμετρημένο
     κλητική αναμετρημένε αναμετρημένη αναμετρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναμετρημένοι οι αναμετρημένες τα αναμετρημένα
      γενική των αναμετρημένων των αναμετρημένων των αναμετρημένων
    αιτιατική τους αναμετρημένους τις αναμετρημένες τα αναμετρημένα
     κλητική αναμετρημένοι αναμετρημένες αναμετρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναμετρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναμετρώ

αναμετρημένος

  • που έχει αναμετρηθεί με κάτι (μετοχή που δεν χρησιμοποιείται συχνά, ίσως γιατί παραπέμπει στο μετρημένος, το συγκρατημένος, το λιγοστός, ενώ η αναμέτρηση προϋποθέτει σθένος και τόλμη. Χρησιμοποιείται αντί αυτής συνήθως η άκλιτη μετοχή π.χ. στη φράση αναμετρώντας τις δυνάμεις του)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία