σταθμίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταθμίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σταθμίζω[1]
Ρήμα
επεξεργασίασταθμίζω
- αξιολογώ προσεκτικά, πριν πάρω κάποια απόφαση ή κάνω μια πράξη, όλα σχετικά στοιχεία ή ενδεχόμενα [1]
- (στατιστική) επανυπολογίζω αριθμητικά δεδομένα που έχουν διαφορετικό «βάρος», επίδραση στο μέρος ή στο σύνολο (λ.χ. στην ερμηνεία ενός φαινομένου ή στη διαμόρφωση της τελικής τιμής)
- ⮡ Όσοι φοιτητές επιλέξουν να γράψουν πρόοδο στο μάθημα της Ανόργανης Χημείας αυτό το εξάμηνο, στις εξετάσεις στο τέλος του εξαμήνου θα έχουν να μελετήσουν μόνο το ένα τρίτο της συνολικής ύλης του μαθήματος. Γι' αυτό, η βαθμολογία από 1-10 που θα λάβουν στην πρόοδο, θα σταθμιστεί με συντελεστή 0,67 και ο βαθμός των γραπτών τους στις κανονικές εξετάσεις με συντελεστή 0,33, ώστε να διαμορφωθεί ο τελικός βαθμός τους στο μάθημα.
- (μάλλον παρωχημένο) ζυγίζω,[2] μετράω το βάρος χρησιμοποιώντας στάθμη (ζυγαριά)[3]
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σταθμίζω | στάθμιζα | θα σταθμίζω | να σταθμίζω | σταθμίζοντας | |
β' ενικ. | σταθμίζεις | στάθμιζες | θα σταθμίζεις | να σταθμίζεις | στάθμιζε | |
γ' ενικ. | σταθμίζει | στάθμιζε | θα σταθμίζει | να σταθμίζει | ||
α' πληθ. | σταθμίζουμε | σταθμίζαμε | θα σταθμίζουμε | να σταθμίζουμε | ||
β' πληθ. | σταθμίζετε | σταθμίζατε | θα σταθμίζετε | να σταθμίζετε | σταθμίζετε | |
γ' πληθ. | σταθμίζουν(ε) | στάθμιζαν σταθμίζαν(ε) |
θα σταθμίζουν(ε) | να σταθμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στάθμισα | θα σταθμίσω | να σταθμίσω | σταθμίσει | ||
β' ενικ. | στάθμισες | θα σταθμίσεις | να σταθμίσεις | στάθμισε | ||
γ' ενικ. | στάθμισε | θα σταθμίσει | να σταθμίσει | |||
α' πληθ. | σταθμίσαμε | θα σταθμίσουμε | να σταθμίσουμε | |||
β' πληθ. | σταθμίσατε | θα σταθμίσετε | να σταθμίσετε | σταθμίστε | ||
γ' πληθ. | στάθμισαν σταθμίσαν(ε) |
θα σταθμίσουν(ε) | να σταθμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σταθμίσει | είχα σταθμίσει | θα έχω σταθμίσει | να έχω σταθμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σταθμίσει | είχες σταθμίσει | θα έχεις σταθμίσει | να έχεις σταθμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σταθμίσει | είχε σταθμίσει | θα έχει σταθμίσει | να έχει σταθμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σταθμίσει | είχαμε σταθμίσει | θα έχουμε σταθμίσει | να έχουμε σταθμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σταθμίσει | είχατε σταθμίσει | θα έχετε σταθμίσει | να έχετε σταθμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σταθμίσει | είχαν σταθμίσει | θα έχουν σταθμίσει | να έχουν σταθμίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταθμίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 σταθμίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Γεώργιος Δ. Ζηκίδης (1926), Λεξικόν ορθογραφικόν και χρηστικόν της ελληνικής γλώσσης. 4η βελτιωμένη έκδοση. Αθήνα: Ι. Σιδέρης, σελ. 1044.
- ↑ Νεώτερον ορθογραφικόν και εγκυκλοπαιδικόν επίτομον λεξικόν (χ.χ. [≈1950]). 2 τόμοι (με ενιαία σελιδαρίθμηση). Αθήνα: Εκδόσεις “Ηλίου”, σελ. 3911.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασταθμίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίασταθμίζω
- ζυγίζω, προσδιορίζω το βάρος