Ετυμολογία

επεξεργασία
σταθμίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σταθμίζω[1]

σταθμίζω

  1. αξιολογώ προσεκτικά, πριν πάρω κάποια απόφαση ή κάνω μια πράξη, όλα σχετικά στοιχεία ή ενδεχόμενα [1]
  2. (στατιστική) επανυπολογίζω αριθμητικά δεδομένα που έχουν διαφορετικό «βάρος», επίδραση στο μέρος ή στο σύνολο (λ.χ. στην ερμηνεία ενός φαινομένου ή στη διαμόρφωση της τελικής τιμής)
    ⮡  Όσοι φοιτητές επιλέξουν να γράψουν πρόοδο στο μάθημα της Ανόργανης Χημείας αυτό το εξάμηνο, στις εξετάσεις στο τέλος του εξαμήνου θα έχουν να μελετήσουν μόνο το ένα τρίτο της συνολικής ύλης του μαθήματος. Γι' αυτό, η βαθμολογία από 1-10 που θα λάβουν στην πρόοδο, θα σταθμιστεί με συντελεστή 0,67 και ο βαθμός των γραπτών τους στις κανονικές εξετάσεις με συντελεστή 0,33, ώστε να διαμορφωθεί ο τελικός βαθμός τους στο μάθημα.
  3. (μάλλον παρωχημένο) ζυγίζω,[2] μετράω το βάρος χρησιμοποιώντας στάθμη (ζυγαριά)[3]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 σταθμίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Γεώργιος Δ. Ζηκίδης (1926), Λεξικόν ορθογραφικόν και χρηστικόν της ελληνικής γλώσσης. 4η βελτιωμένη έκδοση. Αθήνα: Ι. Σιδέρης, σελ. 1044.
  3. Νεώτερον ορθογραφικόν και εγκυκλοπαιδικόν επίτομον λεξικόν (χ.χ. [≈1950]). 2 τόμοι (με ενιαία σελιδαρίθμηση). Αθήνα: Εκδόσεις “Ηλίου”, σελ. 3911.



  Ετυμολογία

επεξεργασία

σταθμίζω < λείπει η ετυμολογία

σταθμίζω

  1. ζυγίζω, προσδιορίζω το βάρος