αξιολογώ
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ksi.o.loˈɣo/
ΡήμαΕπεξεργασία
αξιολογώ (παθητική φωνή: αξιολογούμαι)
- αποτιμώ την αξία ή την σημασία (ανθρώπου, πράγματος, διαδικασίας κ.λπ.) με τρόπο αντικειμενικό και συγκριτικό
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αξιολογώ | αξιολογούσα | θα αξιολογώ | να αξιολογώ | αξιολογώντας | |
β' ενικ. | αξιολογείς | αξιολογούσες | θα αξιολογείς | να αξιολογείς | (αξιολόγει) | |
γ' ενικ. | αξιολογεί | αξιολογούσε | θα αξιολογεί | να αξιολογεί | ||
α' πληθ. | αξιολογούμε | αξιολογούσαμε | θα αξιολογούμε | να αξιολογούμε | ||
β' πληθ. | αξιολογείτε | αξιολογούσατε | θα αξιολογείτε | να αξιολογείτε | αξιολογείτε | |
γ' πληθ. | αξιολογούν(ε) | αξιολογούσαν(ε) | θα αξιολογούν(ε) | να αξιολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αξιολόγησα | θα αξιολογήσω | να αξιολογήσω | αξιολογήσει | ||
β' ενικ. | αξιολόγησες | θα αξιολογήσεις | να αξιολογήσεις | αξιολόγησε | ||
γ' ενικ. | αξιολόγησε | θα αξιολογήσει | να αξιολογήσει | |||
α' πληθ. | αξιολογήσαμε | θα αξιολογήσουμε | να αξιολογήσουμε | |||
β' πληθ. | αξιολογήσατε | θα αξιολογήσετε | να αξιολογήσετε | αξιολογήστε | ||
γ' πληθ. | αξιολόγησαν αξιολογήσαν(ε) |
θα αξιολογήσουν(ε) | να αξιολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αξιολογήσει | είχα αξιολογήσει | θα έχω αξιολογήσει | να έχω αξιολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αξιολογήσει | είχες αξιολογήσει | θα έχεις αξιολογήσει | να έχεις αξιολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αξιολογήσει | είχε αξιολογήσει | θα έχει αξιολογήσει | να έχει αξιολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αξιολογήσει | είχαμε αξιολογήσει | θα έχουμε αξιολογήσει | να έχουμε αξιολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αξιολογήσει | είχατε αξιολογήσει | θα έχετε αξιολογήσει | να έχετε αξιολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αξιολογήσει | είχαν αξιολογήσει | θα έχουν αξιολογήσει | να έχουν αξιολογήσει |
|