Ετυμολογία

επεξεργασία
αξιολογώ < αξιόλογ(ος) + < αρχαία ελληνική ἀξιόλογος < ἄξιος + λέγω. Μορφολογικά αναλύεται σε αξιο- + -λογώ.

αξιολογώ, αόρ.: αξιολόγησα, παθ.φωνή: αξιολογούμαι, μτχ.π.ε.: αξιολογούμενος, π.αόρ.: αξιολογήθηκα, μτχ.π.π.: αξιολογημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία