αξιολογημένος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αξιολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αξιολογώ
ΜετοχήΕπεξεργασία
αξιολογημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αξιολογώ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αξιολογημένος
|
αξιολογημένος, -η, -ο
|