αξιολογούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ksi.o.loˈɣu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξι‐ο‐λο‐γού‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
αξιολογούμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα (αξιολογούμαι) του ρήματος αξιολογώ: που αξιολογείται
Συγγενικά
επεξεργασία- αξιολογημένος
- αξιολογών, αξιολογούσα, αξιολογούν
- → δείτε τις λέξεις αξιόλογος, άξιος και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αξιολογούμενος
|