Δείτε επίσης: ἀξιόλογος

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιόλογος η αξιόλογη το αξιόλογο
      γενική του αξιόλογου της αξιόλογης του αξιόλογου
    αιτιατική τον αξιόλογο την αξιόλογη το αξιόλογο
     κλητική αξιόλογε αξιόλογη αξιόλογο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιόλογοι οι αξιόλογες τα αξιόλογα
      γενική των αξιόλογων των αξιόλογων των αξιόλογων
    αιτιατική τους αξιόλογους τις αξιόλογες τα αξιόλογα
     κλητική αξιόλογοι αξιόλογες αξιόλογα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αξιόλογος < αρχαία ελληνική ἀξιόλογος < ἄξιος + λόγος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ksiˈo.lo.γos/

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

αξιόλογος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπο) που είναι άξιος λόγου, δηλαδή καλός και σημαντικός σε κάποιον τομέα (ή περισσότερους)
     συνώνυμα: αξιοσέβαστος, αξιοσημείωτος, διακεκριμένος, διαπρεπής, σημαντικός
  2. (για γεγονός ή αντικείμενο) που έχει κάποια καλά ή αξιομνημόνευτα χαρακτηριστικά
     συνώνυμα: ενδιαφέρων, αξιομνημόνευτος

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία