αξιολογήτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αξιολογήτρια < αξιολογητής + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
αξιολογήτρια θηλυκό
- (νεολογισμός, επάγγελμα) θηλυκό του αξιολογητής
Μεταφράσεις επεξεργασία
Για τις γλώσσες που δεν έχουν ιδιαίτερο τύπο για το αρσενικό, δείτε αξιολογητής.
αξιολογήτρια