αξιολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αξιολογικός < αξιολογώ + -ικός (2.σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική axiologique)
Επίθετο
επεξεργασίααξιολογικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αξιολόγηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει σχέση με την αξιολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αξιολογικός
|