αξιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αξιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική axiologie < αρχαία ελληνική ἄξιος + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααξιολογία θηλυκό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία που ασχολείται με την μελέτη και εφαρμογή αξιών
- σύστημα αξιών
- (σπάνιο) αξιολόγηση